-
1 ἐπι-μένω
ἐπι-μένω (s. μένω), noch bleiben, warten, ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον, bleiben bis morgen, Od. 11, 351; ἐν μεγάροις 4, 587; ὄφρα, 1, 309; ἐπίμεινον τεύχεα δύω, warte, daß ich meine Rüstung anlege, Il. 6, 340; mit ἵνα, h. Cer. 160; ἔςτε βουλεύσαιντο Xen. An. 5, 5, 2; μὴ 'πιμεῖναι τοὐμὸν ὀξῦναι στόμα Soph. Tr. 1166, zögere nicht, so daß du schärfest meinen Mund; anders Thuc. νεῶν ποίησιν ἐπέμενον τελεσϑῆναι, 3, 2, sie warteten die Vollendung ab; ἐπιμένοντες πεύσεσϑαι 3, 26; τὸν μέτριον ἐπιμείναντες χρόνον, nachdem sie gewartet hatten, Plat. Legg. XII, 593 a; bleiben, sich nicht ändern, οὐ γὰρ ἐπιμένει τοῦ ἴχνους ἡ φύσις Xen. Cyn. 6, 4; ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος, den er anhielt, Luc. V. H. 2, 2. – Darauf bleiben, ἐπ ὶ τῶν ἵππων ὀρϑὸς ἑστηκώς Plat. Men. 93 d; τὸν πηλὸν ἐπὶ τοῠ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες ὡς μάλιστα μέλλοι ἐπιμένειν Thuc. 4, 4. – Dabei bleiben, ausharren bei Etwas, ταῖς σπονδαῖς, d. i. sie nicht brechen, Xen. Hell. 3, 4, 6; ἐπέμειναν ἐπὶ τῶν τυράννων ἐν τῇ πόλει Andoc. 1, 75; ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμεν Plat. Lach. 144 a, wie ἐπὶ τῷ λόγῳ Theaet. 179 e; ἐπὶ τοῠ κακουργήματος Dem. 24, 86. – C. acc., erwarten, τίς ἄρα με πότμος ἐπιμένει Soph. O. C. 1716; Eur. Suppl. 624; οἷος ἑκάτερον βίος ἐπιμένει Plat. Rep. II, 490 a; – zurückbleiben, Strab. X, 461.
-
2 επιμενω
1) оставаться (еще), медлить, выжидать(εἰ δ΄ ἐθέλεις, ἐπίμεινον Hom.; νεῶν ποίησιν τελεσθῆναι Thuc.)
ἐπίμεινον, Ἀρήϊα τεύχεα δύω Hom. — подожди, надену Ареевы доспехи2) ожидать, быть участью, предстоять(τίς ἄρα πότμος ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον ἄνακτα; Eur.)
3) оставаться, пребывать(ἐς αὔριον Hom.; ἐπὴ τῇ στρατιᾷ Xen.; ἡμέρας τινάς NT.)
4) оставаться без изменений, сохранятьсяἐ. ἐπιεικῶς συχνὸν χρόνον Plat. — сохраняться в течение довольно долгого времени
5) оставаться (при чем-л., твердо держаться чего-л.), упорствовать(ἐπὴ τοῦ κακουργήματος Dem.; τῇ ἁμαρτίᾳ NT.)
ἐπέμενε ἐπὴ τῶν ἵππων ὀρθὸς ἑστηκώς Plat. — он твердо и прямо держался на колеснице;ἐ. ἐπὴ τῇ ζητήσει Plat. — упорно продолжать исследование;ἐ. ταῖς σπονδαῖς Xen. — соблюдать перемирие;ἐ. τῷ μέ ἀδικεῖν Xen. — (строго) воздерживаться от несправедливостей;ἐπιμένοντος τοῦ πνεύματος Luc. — так как ветер не утихал6) оставаться на поверхности(τὰ μὲν ἐπιμένει, τὰ δὲ φέρεται κάτω Arst.)
См. также в других словарях:
επιμένω — (AM ἐπιμένω) [μένω] μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.) αρχ. μσν. 1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό «σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης … Dictionary of Greek